κισσοτόμους

κισσοτόμους
κισσοτόμος
ivy-cutting
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κισσοτόμος — κισσοτόμος, ον (Α) (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κισσοτόμοι (ενν. ἡμέραι) ετήσια γιορτή στον Φλιούντα τής Αργολίδας προς τιμή τής Ήβης («ἄγεται δὲ καὶ ἑορτὴ σφίσιν ἐπέτειος ἥν καλοῡσι Κισσοτόμους», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + τόμος (< τόμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”